- βελουλκός
- βελουλκόςinstrument for drawing out dartsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βελουλκός — βελουλκός, ο (Α) 1. χειρουργικό εργαλείο για την αφαίρεση βέλους από τραύμα 2. το φυτό δίκταμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βέλος + ουλκος < ολκή ή ολκός] … Dictionary of Greek
βελουλκία — βελουλκία, η (Μ) [βελουλκός] εξαγωγή, αφαίρεση βελών από τραύμα … Dictionary of Greek
βελουλκώ — βελουλκῶ ( έω) (Α) [βελουλκός] αφαιρώ, αποσπώ βέλος από τραύμα … Dictionary of Greek
βελουλκοῦ — βελουλκέω draw out darts pres imperat mp 2nd sg (attic) βελουλκέω draw out darts imperf ind mp 2nd sg (attic) βελουλκός instrument for drawing out darts masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)